- πέτομαι
- και πέταμαι, ΝΜΑ(για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώνεοελλ.επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά 'τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.)αρχ.-μσν.φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκείαρχ.1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα («πέταται τηλόθεν ὄνυμ' αὐτῶν», Πίνδ.)2. (για βέλη και ακόντια) κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα («ἰθὺ βέλος πέτετ' οὐδ' ἀπολήγει», Ομ. Ιλ.)3. (για ανθρώπους) κινούμαι πολύ γρήγορα («ἐχρῆν... πετομένας ἥκειν πάλαι» — έπρεπε νά 'χετε έρθει πετώντας από ώρα, Αριστοφ.)4. (σχετικά με την ελπίδα) παίρνω φτερά, παίρνω θάρρος (α. «μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται», Πίνδ.β. «πέτομαι δ' ἐλπίσιν», Σοφ.)5. (για χαρακτήρα) είμαι άστατος («πέτει τε καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῑς», Ευρ.)6. φρ. «πτάμενος νοήματι» — αυτός που πετάει με τον νου, με τη σκέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. ενεστ. τού ρ. είναι ο τ. πέτομαι, ο οποίος ανάγεται σε μια ΙΕ ρίζα η οποία εκφράζει την έννοια μιας κίνησης γρήγορης, ορμητικής προς κάποιο σημείο, σκοπό, δηλ. «πετώ, πέφτω», και η οποία εμφανίζεται τόσο ως δισύλλαβη petā- όσο και ως μονοσύλλαβη pet-. To ρ. πέτ-ομαι συνδέεται με αρχ. ινδ. patati «πετώ, ρίχνομαι, επείγομαι», λατ. peto «κατευθύνομαι, ορμώ, επιτίθεμαι, ζητώ», praepes «αυτός που πετά ψηλά», γαλατ. hedeg «πετώ». Ο ενεστωτικός τ. πέτᾰ-μαι είναι υστερογενής, σχηματισμένος πιθ. από τον αόρ. ἐ-πτά-μην (κατά το σχήμα πέτομαι: ἐ-πτό-μην), με συνεσταλμένο το φωνήεν τής δεύτερης συλλαβής τής δισύλλαβης ρίζας *πετᾱ-·. Από τους τ. τού αορ. ἐπτ-όμην (από τη μηδενισμένη βαθμίδα -πτ- τής ρίζας) και ἐπτάμην (με μηδενισμένο το φωνήεν τής πρώτης συλλαβής και συνεσταλμένο το φωνήεν τής δεύτερης) αρχαιότερος είναι πιθ. ο τ. ἐπτάμην. Ωστόσο, η απουσία στην Αρχαία Ινδική ανάλογων παραδειγμάτων δεν μάς επιτρέπει να διατυπώσουμε μια βέβαιη άποψη για την αρχαιότητα αυτών τών τύπων. Επίσης, ο αόρ. ἔ-πτη-ν / ἔ-πτᾱ-ν (< *ptā-) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής ρίζας δεν έχει αντίστοιχο στην Αρχαία Ινδική και έχει πιθ. σχηματιστεί αναλογικά προς τους τύπους ἔστην, ἔφθην. Από τον τ. ἔπτην, εξάλλου, σχηματίστηκε υστερογενώς ο ενεστ. ἵπταμαι* κατά το σχήμα ἵσταμαι: ἔστην. Τέλος, στην ίδια ρίζα ανάγονται και οι λ. πτερόν*, πτέρυξ*, πίπτω* και πιθ. πίτυλος. Το ρ. πέτομαι απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -πέτης (πρβλ. υψι-πέτης, ωκυ-πέτης), αλλά και -πετής (πρβλ. ανα-πετής, υπερ-πετής, υψι-πετής). Για τους σιγματικούς αυτούς τ. βλ. και λ. πετεινός. Τα σύνθ. αυτά πρέπει να διακριθούν από τα σύνθ. σε -πετής που προέρχονται από το πίπτω* καθώς και από κάποιους μεμονωμένους τύπους (πρβλ. ανα-πετής, δια-πετής), όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. πετάννυμι].
Dictionary of Greek. 2013.